- κεκλημάτωται
- κληματόομαιput forth tendrilsperf ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κληματούμαι — κληματοῦμαι, όομαι (Α) [κλήμα] ξεπετάω πολλά κλαδιά όπως το ακλάδευτο κλήμα, βγάζω πολλούς κλώνους («κεκλημάτωται χλωρὸν οἰνάνθης δέμας», Σοφ.) … Dictionary of Greek